Η εσπευσμένη μεσολάβηση της UBS για την εξαγορά της Credit Suisse και οι περικοπές θέσεων εργασίας που πιθανότατα θα ακολουθήσουν αποτελούν αναμφίβολα πλήγμα για την αυτοεκτίμηση της Ελβετίας ως παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο, ωστόσο η ευρύτερη οικονομία φαίνεται ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις, αναφέρει το Bloomberg.
Τα χαμηλά επίπεδα ομοσπονδιακού χρέους, η ισχύς του ελβετικού φράγκου και μια ευέλικτη αγορά εργασίας με σχετικά μικρή προστασία της απασχόλησης λειτουργούν ως ενσωματωμένοι σταθεροποιητές, σύμφωνα με τον Kρίστιαν Σουλτς, αναπληρωτή επικεφαλής οικονομολόγο για την Ευρώπη της Citigroup.
Αυτό δίνει στην κυβέρνηση οικονομικό περιθώριο για να αντιμετωπίσει τις κρίσεις, ενώ το νόμισμα προσελκύει τους επενδυτές ως ασφαλές καταφύγιο.
“Είναι σίγουρα ένα σοκ για το χρηματοπιστωτικό σύστημα”, δήλωσε ο Σουλτς. “Αλλά η επίδραση στην ελβετική οικονομία δεν θα είναι πολύ μεγάλη. Αυτό δείχνουν τα στοιχεία από το 2008”.
Πριν από δεκαπέντε χρόνια, η UBS αποτέλεσε η ίδια αντικείμενο κρατικής διάσωσης κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Και όμως ο αντίκτυπος στην ανάπτυξη ήταν τρεις φορές μικρότερος από ό,τι στη γειτονική Γερμανία, με πτώση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος κατά 2,2% το 2009 έναντι σχεδόν 6%.
Έκτοτε, η συμβολή του ελβετικού τομέα χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στο ΑΕΠ έχει μειωθεί στο 5,6% συνολικά, με μια χούφτα μεγάλων τραπεζών να αντιπροσωπεύουν μόλις το 1,2% το 2020. Αυτό είναι πολύ χαμηλότερο από το 4,8% της φαρμακευτικής βιομηχανίας και το 3,2% των εταιρειών ρολογιών.
“Όταν εξετάζουμε τη συνολική προστιθέμενη αξία που δημιουργείται από όλες τις τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην Ελβετία, το μερίδιο των μεγάλων τραπεζών έχει πτωτική τάση από το 1995”, σύμφωνα με την κυβέρνηση.
Παρόλα αυτά, η UBS και η Credit Suisse μαζί διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία αξίας υπερδιπλάσιας της ετήσιας παραγωγής της χώρας.
Όσον αφορά τις πιθανές απώλειες θέσεων εργασίας, οι αριθμοί φαίνονται τρομακτικοί. Από το σύνολο των περίπου 90.000 εργαζομένων στις τράπεζες της Ελβετίας, περίπου 23.000 εργάζονται σε μεγάλα ιδρύματα, σύμφωνα με την Ελβετική Εθνική Τράπεζα.
Η Credit Suisse είχε ήδη απολύσει 9.000 από τους 50.000 υπαλλήλους της παγκοσμίως πριν από την εξαγορά. Οι σημαντικές επιχειρηματικές επικαλύψεις σημαίνουν ότι οι συνολικές περικοπές θέσεων εργασίας μπορεί τελικά να φτάσουν σε πολλαπλάσιο βαθμό, σύμφωνα με ένα πρόσωπο που γνωρίζει τις συζητήσεις.
Αν και δεν θα γίνουν όλες οι απολύσεις στην Ελβετία, η απασχόληση στον χρηματοπιστωτικό τομέα στην Ελβετία θα δεχτεί πλήγμα.
Παρόλα αυτά, η κινητικότητα της αγοράς εργασίας, καθώς και το χαμηλό ρεκόρ ανεργίας του 1,9%, προστατεύουν την ελβετική οικονομία, δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της VP Bank AG, Τόμας Γκίτζελ. Ο ίδιος εκτιμά ότι θα υπάρξει μια μικρή άνοδος βραχυπρόθεσμα στη χειρότερη περίπτωση, χωρίς καμία επίδραση στο μακροπρόθεσμο ποσοστό ανεργίας.
Οι τραπεζίτες είναι υψηλής εξειδίκευσης και υψηλής κινητικότητας, είπε, προσθέτοντας: “Είμαι αρκετά βέβαιος ότι θα έχουν την ευκαιρία να βρουν δουλειά κάπου αλλού”.
Η δημιουργία αυτού που ο Γκίτζελ περιέγραψε ως έναν “κολοσσό”, ενέχει ωστόσο αβεβαιότητες, όπως ο περιορισμένος ανταγωνισμός για διεθνείς τραπεζικές εργασίες, όπως οι εκπομπές μετοχών ή τα μεγάλα κοινοπρακτικά δάνεια, και ο πιθανός αντίκτυπος στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
“Οι άμεσες επιπτώσεις θα είναι περιορισμένες, αλλά ο έμμεσος αντίκτυπος στην εμπιστοσύνη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί”, δήλωσε η Νάντια Γκάρμπι, ανώτερη οικονομολόγος της Banque Pictet & Cie SA.
Μέχρι στιγμής, κανένας από τους τρεις οικονομολόγους που μίλησαν στο Bloomberg δεν έχει αλλάξει τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη της Ελβετίας.