Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

John Edward Trelawny – ο Ανυπότακτος (συμπολεμιστής, σύντροφος και γαμπρός του Οδυσσέα Ανδρούτσου)

 


“Ποτέ κανένας ποιητής δεν δοξάστηκε όσο του άξιζε ενόσω ζούσε ακόμη. Οι ένορκοι που θα τον κρίνουν, καθώς ανήκουν, όπως κι εκείνος, στην αιωνιότητα, πρέπει να είναι ίσοι του. Και τους διαλέγει ο Χρόνος, ανάμεσα στους πιο διαλεχτούς σοφούς πολλών γενεών.”
Σέλλεϊ, “Υπερασπιστή της ποίησης”

“Αντίκρισαν εκεί πέρα έναν άντρα ντυμένο στ’ άσπρα, και παραδίπλα άλλες δυο μορφές, την Προκατάληψη και την Κακεντρέχεια, να του πετάνε λάσπες. Δείτε όμως τώρα τι γίνεται η λάσπη: όση και αν ρίχνουν επάνω του, αυτή δεν αργεί να φύγει, και τα ρούχα του μοιάζουν ξανά πεντακάθαρα, σαν να μην είχαν λερωθεί καθόλου.”
John Bunyan

Ο John Edward Trelawny, συμπολεμιστής, σύντροφος και γαμπρός του Οδυσσέα Ανδρούτσου, έζησε στο πετσί του τα γεγονότα στην επαναστατημένη Ρούμελη από το 1823 και μετά, τις εμφύλιες διαμάχες και τις ίντριγκες, και γνώρισε από πρώτο χέρι τους πρωταγωνιστές όσο και τους απλούς μαχητές. Οι μαρτυρίες του, που εκδίδονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα,

αποτελούν πολύτιμη ιστορική πηγή, όχι μόνο για την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και για τα ευρωπαϊκά πράγματα και τον πρώιμο επαναστατικό Ρομαντισμό, που διαπότιζε το πνευματικό κλίμα της εποχής.

Τα Απομνημονεύματα του Τρελώνη είναι δύο βιβλία μαζί. Στο πρώτο μέρος αφηγείται τη ζωή του με τα μυθικά τέρατα της αγγλικής λογοτεχνίας (τον “Κύκλο της Πίζας”), τον Βύρωνα, την Μαίρη Σέλλεύ, συγγραφέα του Φρανκενστάιν, τον Πέρσυ Σέλλεύ κ.α.

Ο Τρελώνη και ο Βύρων ήρθαν μαζί στην επαναστατημένη Ελλάδα, εγκαταλείποντας την Ιταλία μετά τον θάνατο του φίλου τους ποιητή Σέλλεύ. Ο Βύρων έμεινε στο Μεσολόγγι, ο Τρελώνη έγινε δεξί χέρι του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Όποιος γνωρίζει πόσο καχύποπτος και οξυδερκής ήταν ο Οδυσσέας, μπορεί με σιγουριά να εικάσει το ποιόν του Έντουαρντ Τρελώνη, αν δεν έχει διαβάσει τα απομνημονεύματά του. Τα καλύτερό του διαπιστευτήρια είναι η απόλυτη εμπιστοσύνη, η αγάπη και εκτίμηση με την οποία περιέβαλε τον φίλο του ο Έλληνας επαναστάτης.

Οι συμπατριώτες του Άγγλοι σχεδόν τον μίσησαν: η στενή φιλία του με τον Σέλλεύ και τον Βύρωνα του επέτρεπε να γνωρίζει και να γράφει αλήθειες που ανέτρεπαν την στερεότυπη ανώδυνη εικόνα που θέλησαν να καθιερώσουν οι συντηρητικοί ταγοί της Γηραιάς Αλβιώνος. Εξάλλου, δεν του συγχώρεσαν το ότι έδρασε στην Ελλάδα αυτόβουλα, ως επαναστάτης και όχι ως πράκτορας των εγγλέζικων συμφερόντων.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος φημολογείτο ότι είχε κρύψει στο κρησφύγετο του, στην σπηλιά, έναν αμύθητο θησαυρό, του οποίο το ακριβές μέρος γνώριζε ο Τρελώνη. Προκειμένου να αποκτήσουν αυτόν τον θησαυρό, ξένοι αξιωματικοί, προσκείμενοι στον Μαυροκορδάτο, παρουσιάστηκαν ως φίλοι του Ανδρούτσου και έθεσαν τον εαυτό τους υπό τις διαταγές του Τρελώνυ. Ο τελευταίος τους πήρε μαζί του στην σπηλιά. 

Κατά την διάρκεια ενός αγωνίσματος σκοποβολής μέσα στην σπηλιά, ο ανύποπτος Τρελώνυ δέχτηκε πισώπλατα δύο πυροβολισμούς από τον Σκωτσέζο Φάντον και τον Άγγλο Γουάιτκομπ. Οι λιγοστοί σωματοφύλακες όμως του Τρελώνυ, καθώς και ο πιστός του σκύλος, τους εμπόδισαν να δραπετεύσουν με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να θανατωθούν. 

Τελικά ο Τρελώνυ παρά τον σοβαρό του τραυματισμό επέζησε λόγω της σωματικής του διάπλασης. Ύστερα από αυτό το περιστατικό θα εγκαταλείψει την σπηλιά και θα καταφύγει μαζί με την γυναίκα του στην Ζάκυνθο όπου και θα ζήσει πλουσιοπάροχα.

Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αγγλία όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα. Ενταφιάστηκε στην Ρώμη, δίπλα στον τάφο του Σέλλεϋ. Έγραψε δύο βιβλία, τις Περιπέτειες νεώτερου γιου (1835) και τις Αναμνήσεις από τον Πέρσι Σέλλεϋ και τον Βύρωνα (1858).

Ο Τρελώνη, στο μέρος των απομνημονευμάτων του που αφορούν την επαναστατημένη Ελλάδα, δίνει μια εικόνα εκείνης της περιόδου και προβαίνει σε αρκετές ενδιαφέρουσες επισημάνσεις, παρά τον οριενταλισμό που ενυπάρχει στην οπτική του. Εκτός από την κατεστραμμένη από τον πόλεμο ενδοχώρα, αναδεικνύει την σύγκρουση πολιτικών και οπλαρχηγών. Αλλωστε κύριο διώκτη και υπαίτιο των δεινών του Ανδρούτσου θεωρεί τον Μαυροκορδάτο και τους άλλους Φαναριώτες. Για τους Φαναριώτες γράφει ο Τρελόνι: “Εκπληκτικά πολυμήχανοι και υπολογιστές, πρώτοι σε κάθε τι το κακό, αναθρεμμένοι στην Κωνσταντινούπολη και δασκαλεμένοι στις τέχνες της εξαπάτησης από τους πιο επιδέξιους προφέσορες του κόσμου”. Εκεί, ο Τρελόνι φρόντισε ώστε εκπρόσωποι από την Ύδρα να μεταβούν με τον Χάμιλτον στην Αγγλία ώστε να διαπραγματευτούν ένα δάνειο.

Αναπαράγει και επιβεβαιώνει έτσι την γνωστή και κυρίαρχη ανάγνωση της Επανάστασης μέσα από αυτήν την σύγκρουση. Όμως οι διαπιστώσεις του ότι οι οπλαρχηγοί θεωρούσαν ότι τους ανήκαν τα εδάφη που απελευθέρωσαν με τα όπλα τους, δημιουργεί εύλογους προβληματισμούς για το ποιοι από τους φορείς της αντίθεσης αυτής είχαν συνολικό σχέδιο για την επανάσταση και την οικοδόμηση του νέου ελεύθερου κράτους.

Ο Τρελώνη επιπλέον προβαίνει σε πολλές, όχι κολακευτικές, παρατηρήσεις για τον χαρακτήρα και την συμπεριφορά των Ελλήνων και την συνεχή διχόνοιά τους, την φιλοχρηματία και την διαφθορά τους. Στιγματίζει δε έντονα την κατασπατάληση του πρώτου αγγλικού δανείου. Ενδιαφέρεται όμως έντονα για την τύχη της Επανάστασης, όπως δείχνει και η αλληλογραφία του με τον φιλέλληνα Αγγλο συνταγματάρχη Τσαρλς Ναπιέρ, όπου αναζητούν την κατάλληλη και ορθολογική στρατηγική για την αναχαίτιση του Ιμπραήμ.

Η Μαύρη Τρύπα του Παρνασσού εικ. επάνω

Ο Ανδρούτσος, παραπονέθηκε στον Τρελόνι, ότι η κυβέρνηση δεν του έδινε την οικονομική δυνατότητα να συντηρήσει περισσότερους από 200-300 άντρες κι έτσι ήταν αναγκασμένος να κάνει συμφωνία ανακωχής με τον Ομέρ πασά της Εύβοιας και να τον αφήσει να περάσει στην Πελοπόννησο. Αν όμως η κυβέρνηση του έδινε τα μέσα, θα εμπόδιζε τους Τούρκους να μπουν στην περιοχή του. Στην συνέχεια, ο Ανδρούτσος άφησε επικεφαλής των ανδρών του στη Μαύρη Τρύπα του Παρνασσού τον Τρελόνι και έφυγε για τη Λιβαδειά.Να πώς περιγράφει ο ίδιος ο Τρελόνι τη Μαύρη Τρύπα:

“Κοντά στην Λιβαδειά, σε μια απόκρημνη πλαγιά του Παρνασσού… υπάρχει μια σπηλιά, σε υψόμετρο χίλια πόδια πάνω από την πεδιάδα (περίπου 304 μ. 1 αγγλικό πόδι = 0,304 μ.). Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είχε καταφέρει να ανέβει ως εκεί και να την μετατρέψει σε οχυρό καταφύγιο για την οικογένεια και τα υπάρχοντά του όσο καιρό θα κρατούσε ο πόλεμος. Δεν μπορούσες να πλησιάσεις στην σπηλιά παρά μόνο με σκάλες μπηγμένες στον βράχο. Η πρώτη τέτοια ανεμόσκαλα, σαράντα πέντε – πενήντα πόδια μήκος (περ. 15-16 μ.), ήταν τοποθετημένη κολλητά στον βράχο και στερεωμένη με σφήνες.

Μια δεύτερη στηριζόταν σ’ ένα βράχο που προεξείχε και διασταυρωνόταν με την πρώτη. Υπήρχε και μια τρίτη, ελαφρύτερη και πιο κοντή, που πατούσε κι αυτή σε μια φυσική προεξοχή του κομματιασμένου βράχου. Τούτη η τρίτη ανεμόσκαλα έβγαζε σε μια καταπακτή. Όταν άνοιγαν οι σύρτες και οι αμπάρες της καταπακτής, έβγαινες στο θολωτό δωμάτιο των φρουρών, που στους τοίχους του ήταν ανοιγμένες πολεμίστρες για τα μουσκέτα (εμπροσθογεμή όπλα της εποχής) Δεξιά της μεγάλης σπηλιάς υπάρχει και μια μικρότερη, κι από δίπλα κι άλλες πολλές, μικρές σαν δωμάτια που συνδέονται μεταξύ τους με στοές. Δεν έχουν καθόλου υγρασία και τότε χρησιμοποιούνταν σαν αποθήκες και πυριτιδαποθήκες. Μια από αυτές την είχαν μετατρέψει σε παρεκκλήσι για έναν γέρο παπά…

Πάνω από το σπήλαιο, πρόβαλλε επιβλητικά ο τεράστιος όγκος του βράχου. Και αυτό που το έκανε τέλειο, ήταν το πεντακάθαρο τρεχούμενο νερό. Από τις αιώνια χιονοσκέπαστες κορυφές έβρισκε τον δρόμο μέσα από υπόγεια περάσματα και οι σχισμές του βράχου πάνω από την σπηλιά το φίλτραραν προτού καταλήξει σε μια ευρύχωρη στέρνα, χτισμένη στο πάνω πλάτωμα του άντρου… Οι άλλοι που ζούσαν στη σπηλιά, ήταν ο γιος του αρχηγού, νήπιο ακόμα, η γυναίκα του (σημ. Ελένη Καρέλη, με την οποία παντρευτεί το 1816 ο Οδ. Ανδρούτσος), η μητέρα του και δυο – τρεις άλλες γυναίκες”

«Μισούσα κάθε τι που μ’ αλυσόδενε: πάστορες, παπάδες κι αφέντες».

Έτσι ξεκινά ο Τρελώνη την μυθιστορηματική αφήγηση της νιότης του -με μια δήλωση αρκετά αξιοπρόσεκτη για το 1835, όταν ο πολιτικός αναρχισμός βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Ως τα γεράματά του, όλοι συμφωνούν, διατήρησε το ίδιο αίσθημα. «Δυο πάθη κυβερνούσαν τη ζωή του», εξηγεί μια βιογράφος του, «ο άγριος οίκτος για τους αδύναμους κι ένα μανιακό, ανεξέλεγκτο μίσος της τυραννίας». Πάθη που πρακτικά πήραν πολλές μορφές, ώσπου το 1822 τον έφεραν στην υπόδουλη Ιταλία και τον άλλο χρόνο στην επαναστατημένη Ελλάδα. Τις περιπέτειές του σ’ αυτά τα μέρη, δίπλα στον Σέλλεϋ, τον Βύρωνα και τον Ανδρούτσο, περιγράφουν τα πολυσυζητημένα Απομνημονεύματά του. Αλλά η ζωή του, απίστευτη σαν παραμύθι, είχε και πολλά ακόμη κεφάλαια.

Ο Τρελώνη προκάλεσε άσβεστα μίση και πάθη όσο ζούσε κι εξακολουθεί να διχάζει ως σήμερα, σχεδόν διακόσια χρόνια μετά τα περιστατικά που περιγράφονται σε τούτο εδώ το βιβλίο. Η μορφή του έγινε καρικατούρα, μια πρόσφατη βιογραφία του, μικρών αξιώσεων, τιτλοφορείται Το τσακάλι του Βύρωνα. Η Αμερικανίδα επιμελήτρια της τελευταίας έκδοσης των Απομνημονευμάτων του αποφαίνεται ότι δεν ήταν αξιαγάπητος άνθρωπος, και φαντασιώνεται ένα αίσθημα μνησικακίας του Τρελώνη για τον Βύρωνα, το οποίο ωστόσο δύσκολα διακρίνεται στο βιβλίο.

Ο πιο σοβαρός και ευαίσθητος βιογράφος του, ένας συντηρητικών αντιλήψεων Βρετανός διπλωμάτης, δυσφορεί με τους σκολιούς δρόμους που πήρε ο Τρελώνη αντί να προσηλωθεί στις συνηθισμένες απολαύσεις των ανθρώπων της τάξης του. Αλλά τον αδικεί λιγότερο απ’ ό,τι άλλοι, αναγνωρίζοντας την περιπλοκότητά του: «Πρέπει να βρούμε τρόπο να ξεδιαλύνουμε, πίσω από τα γεγονότα, αυτό το κουβάρι από ιδέες, ελπίδες, φιλοδοξίες και φόβους που στριφογύριζαν αδιάκοπα μέσα σ’ αυτό το όμορφο κεφάλι του».

Αυτές οι ιδέες και οι ελπίδες βλάστησαν μέσα στο νου του από νωρίς, αλλά ωρίμασαν στην Ιταλία, μέσα στον Κύκλο της Πίζας. Και οι άλλοι της παρέας -Βύρωνας, Πέρσυ Σέλλεϋ, Μαίρη Σέλλεϋ- είχαν βρεθεί εκεί εξόριστοι από την Αγγλία, που τότε ανταγωνιζόταν σε κοινωνική αναλγησία και αυταρχισμό την Τσαρική Ρωσία. Φυσικό ήταν. Οι δυο ποιητές ιδίως, ριψοκίνδυνοι, οργισμένοι, παράφοροι, δηλητηριώδεις και βωμολόχοι στα γραπτά τους, δεν έμεναν στα λόγια αλλά έκαναν την ίδια τους την ζωή, μέχρι τέλους, πεδίο εξερεύνησης της απελευθερωμένης επιθυμίας.

Χρειάστηκαν εκατόν πενήντα χρόνια για να εξαπλωθούν οι ιδέες τους και να υιοθετηθούν μαζικά οι ανυπότακτες στάσεις ζωής τους, τις δεκαετίες του 1960 και του 1970· Στα δικά τους χρόνια οι ευαισθησίες τους ήταν σκάνδαλο: οπαδοί του ελεύθερου έρωτα και της ρομαντικής μουσικής, ερωτικά αδηφάγοι και γυμνιστές, πειραματίζονταν με τις διαθέσιμες ψυχοτρόπες ουσίες -με το λάβδανο ο Σέλλεϋ, όπως μας σφυρίζει παρακάτω ο Τρελώνη, και με το κρασί ο Βύρωνας- και γενικά ζούσαν ρέμπελα, χωρίς καν να το κρύβουν.

Άλλο τόσο δύσπεπτες ήταν οι πολιτικές ιδέες τους. Μαχητικά άθεοι, πρωτοφεμινιστές ο καθένας με τον τρόπο του, αντιμοναρχικοί και πολιτικά ριζοσπάστες, στα όρια του αδιαμόρφωτου ακόμη σοσιαλισμού, έμειναν μέχρι το τέλος ασυμβίβαστοι κι ανυπότακτοι. Οι στίχοι του Σέλλεϋ γίνονταν πλακάτ στις επαναστατικές διαδηλώσεις του καιρού του, ο Βύρωνας έγραφε ποιήματα για τους εξεγερμένους Λουδίτες και τους υπερασπιζόταν στη Βουλή των Λόρδων, ο Τρελώνη, πάλι, ανάμεσα στις διάφορες περιπέτειές του, συνδέθηκε αργότερα με τους Φιλοσοφικούς Ριζοσπάστες.

Με τον απολαυστικό του κυνισμό ο Μαρξ δήλωνε πως αυτοί που καταλάβαιναν και αγαπούσαν τους δυο ποιητές έπρεπε να χαίρονται που ο Βύρωνας πέθανε νωρίς, γιατί αν προλάβαινε να γεράσει, σίγουρα θα γινόταν αντιδραστικός αστός, αλλά να λυπούνται για τον πρόωρο θάνατο του Σέλλεϋ, που ήταν αληθινός επαναστάτης και θα έμενε σ’ όλη του τη ζωή σοσιαλιστής. «Όλοι μας ξέραμε τότε απ’ έξω τον Σέλλεϋ», έλεγε αναπολώντας τα νιάτα του ο Ένγκελς. Για πολλούς λόγους αξίζει σήμερα να ξαναδούμε την παρέα αυτή, αλλά δυστυχώς εδώ δεν γίνεται να το κάνουμε αναγκαστικά θα περιοριστούμε σε μια σύντομη, ελλειπτική παρουσίαση της νιότης του αφηγητή.

Ο Τρελώνη —Τζων ή Τρε για τους δικούς του, Έντουαρντ Τρελώνη για τον υπόλοιπο κόσμο- γεννήθηκε στις 13 Νοέμβρη του 1792 τρίτη χρονιά της Γαλλικής Επανάστασης, ακριβώς όταν έμπαινε στην πιο ριζοσπαστική της φάση. Ο μισητός πατέρας του ήταν απόστρατος αντισυνταγματάρχης, νεότερος γιος μεγάλης φαμίλιας που πλούτισε απότομα από μια κληρονομιά. Η μητέρα του επίσης προερχόταν από εξέχουσα οικογένεια, αναλώθηκε στο μεγάλωμα έξι παιδιών, από τα οποία αγόρια ήταν τα δυο πρώτα.

Στο σύστημα των Άγγλων ευγενών ο πρωτότοκος κληρονομούσε περιουσία και τίτλους, ενώ ο λίγους μήνες μικρότερος Τζων έπρεπε μόνος του να φτιάξει την ζωή του. Το μένος του κατά της αδικίας, κρυσταλλωμένο από νωρίς, τον έσπρωξε πεντάχρονο ακόμη στον περίφημο φόνο που αργότερα θα περιέγραφε, με την βοήθεια της Μαίρης Σέλλεϋ, στο πρώτο του βιβλίο, τις “Περιπετειες ενός νεότερου γιου”. Σε μια κομβική σκηνή συμπυκνώνει αυτήν που ο ίδιος θεωρούσε ουσία της προσωπικότητάς του, γράφοντας συνάμα μερικές από τις σελίδες που όρισαν καταστατικά το βρετανικό γοτθικό αφήγημα:

“Ο αδερφός μου ήταν υπάκουος, ήπιος και συγκρατημένος. Εγώ βρισκόμουν διαρκώς σ’ αναταραχή. Ακολουθούσα απτόητος τις παρορμήσεις μου, και όποτε συναντούσα εμπόδια, απλώς η επιθυμία μου μεγάλωνε ακόμη περισσότερο. Ένας από τους πολλούς μικρόψυχους περιορισμούς που μας επέβαλλε ο σκαιός μας αφέντης ήταν ότι, στον κήπο, δεν έπρεπε να βγαίνουμε έξω από τα χαλικόστρωτα μονοπάτια. Ο αδερφός μου το δεχόταν, ενώ εγώ έβρισκα διέξοδο στον κήπο του γείτονα, απ’ όπου γύριζα φορτωμένος φρούτα και λουλούδια. Στον αδερφό μου αρκούσε ο καθημερινός περίπατος στο δημόσιο λιβάδι ή στο δρόμο, εγώ, με ψωμί και μήλα στις τσέπες, σκαρφάλωνα στους λόφους ή μάθαινα κολύμπι στα ποτάμια. Μισούσα κάθε τι που μ’ αλυσόδενε: πάστορες, παπάδες και αφέντες. Όλα αυτά που προσεκτικά μου μάθαιναν ν’ αποφεύγω, σαν επικίνδυνα ή σφαλερά, εγώ τα αποζητούσα μ’ όλη μου την καρδιά, καθώς αυτά μου έδιναν την μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Αν με είχαν αντιμετωπίσει με τρυφερότητα, έστω και προσποιητή, πιστεύω πως θα γινόμουν κι εγώ υπάκουος, μαλακός και συγκρατημένος. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου όμως οι κάθε λογής τιμωρίες και η αυστηρότητα ήταν τα μοναδικά σημάδια της πατρικής αγάπης που έπεφταν στο μερτικό μου.

Ο πατέρας μου ωστόσο συμπαθούσε ένα κοράκι που, με τα ξεπουπουλιασμένα του φτερά και την βαριά αρχαϊκή φιγούρα του συνήθιζε να περιπλανιέται μοναχικό στον κήπο μας. Μισούσε τα παιδιά, και όποτε έβλεπε κανέναν μας συνήθιζε να μας διώχνει μακρυά. Ήμουν πέντε χρονών τότε. Αν το κοράκι είχε διαλέξει για δικό του οποιοδήποτε άλλο μέρος εκτός απ’ τον φρουτόκηπο, τότε σίγουρα δεν θ’ αμφισβητούσα ποτέ τα δικαιώματά του. Τώρα όμως όλα τα παιδιά, από τα πρώτα μας βήματα, θεωρούσαμε το κοράκι, μαζί με τον πατέρα, τα δυο πιο ισχυρά, φρικτά και τυραννικά όντα στον κόσμο. Είχαν αρχίσει να το παίρνουν τα χρόνια. Η όψη του, γκρίζα και αποτρόπαιη. Κούτσαινε από το ένα πόδι. Οι αρθρώσεις του ήταν δύσκαμπτες, τα πόδια του τραχειά σαν φλούδα φελόδεντρου. Τα μάτια του είχαν έκφραση θολή και κακόβουλη. Και όλη την ώρα τεμπέλιαζε και λιαζόταν μπροστά στον νότιο τοίχο του κήπου, που πλάι του μεγάλωναν τα ολόγλυκα δαμάσκηνα. Με χίλια στρατηγήματα προσπαθούσαμε να το απομακρύνουμε από εκεί. Μάταια του προσφέραμε διάφορα σκουπιδάκια, που τα υπεραγαπούσε. Δεν αντέχαμε τα μούτρα του και την αγριάδα του όταν μας εμπόδιζε να κόψουμε φρούτα. Πηγαίναμε να το τρομάξουμε με μπαστούνια, αλλά παραήμασταν αδύναμοι για να τα βάλουμε με το ανεμοδαρμένο σώμα του, και στο τέλος μας νικούσε. Συνήθιζα στα κρυφά να του πετάω πέτρες, αλλά ελάχιστη σημασία έδινε. Η ζωή λοιπόν συνεχιζόταν. Μάταια ζητούσα βοήθεια από τον κηπουρό και τους υπηρέτες, μας κορόιδευαν και μας περιγελούσαν.

Μια μέρα ήμουν μαζί μ’ ένα κοριτσάκι, που το είχα πείσει να το σκάσει από το παιδικό δωμάτιο και να πάμε μαζί να φάμε κρυφά μερικά φρούτα. Γλιστρήσαμε έξω από το σπίτι και χωθήκαμε απαρατήρητοι στον κήπο. Ακριβώς την ώρα που γελούσαμε για το κατόρθωμά μας, κάτω από την κερασιά, εμφανίζεται το καταραμένο τέρας, το κοράκι. Δεν το άντεχα άλλο. Άρπαξε το κοριτσάκι απ’ το φορεματάκι του. Εκείνη τρόμαξε τόσο, που δεν μπορούσε καν ν’ ανοίξει το στόμα της. Δεν δίστασα στιγμή. Της είπα να μη φοβάται, και ρίχτηκα πάνω του. Την παράτησε και μου ρίχτηκε με ράμφος και με νύχια. Το άρπαξα απ’ το λαιμό και, σηκώνοντάς το με δυσκολία, άρχισα να χτυπώ το σώμα του στο δέντρο και στο χώμα. Αλλά εκείνο έμοιαζε αλώβητο, θεόσκληρο σαν πέτρα. Παλεύαμε λοιπόν, και ολοφάνερα εγώ ήμουν ο πιο αδύνατος. Το κοριτσάκι, που ήταν το αγαπημένο μου, είπε, «Πάω να φωνάξω τον κηπουρό».

«Όχι», είπα, «Θα το πει στον πατέρα μου! Θα τον κρεμάσω τον γέρο (εννοώντας το κοράκι, όχι τον πατέρα μου)! Δώσ’ μου το σάλι σου!»

Μου το έδωσε, και με μεγάλη προσπάθεια στο τέλος τα κατάφερα, παρ’ όλα τα χτυπήματα που δεχόμουν, να δέσω την μια του άκρη γύρω απ’ το λαιμό του γερο-τύραννου. Σκαρφάλωσα τότε στην κερασιά και, κρατώντας το σάλι απ’ την μια άκρη, το τύλιξα γύρω από ένα οριζόντιο κλαδί και, πηδώντας έπειτα κάτω, λίγο-πολύ κατάφερα να απαγχονίσω τον εχθρό μου.

Εκείνη τη στιγμή ο αδερφός μου ήρθε τρέχοντας. ‘Οταν είδε τα χάλια μου αναστατώθηκε, αλλά βλέποντας τον παλιό μας εχθρό να πηγαίνει πέρα δώθε κρεμασμένος έβγαλε μια κραυγή χαράς. Δένοντας την άλλη άκρη από το σάλι, αρχίσαμε να λιθοβολούμε το κοράκι μέχρι θανάτου. ‘Οταν κουραστήκαμε μ’ αυτό το σπορ, κι εκείνο έμοιαζε πια εντελώς άψυχο, το ξανακατεβάσαμε κάτω. ‘Επεσε στο πλάι, κι εγώ άρπαξα μια αγκαθωτή βέργα από βατομουριά και άρχισα να το χτυπώ στο κεφάλι, για να σιγουρευτώ ότι δεν θα μας ξαναενοχλούσε.

Αποσβολωθήκαμε και τρομοκρατηθήκαμε όταν εκείνο τινάχτηκε πάνω, με μια βραχνή κραυγή, και μ’ άρπαξε ξανά. Η πρώτη μας ιδέα ήταν να τρέξουμε μακρυά, αλλά εκείνο με κρατούσε, του όρμησα λοιπόν κι εγώ, φωνάζοντας και τον αδερφό μου να με βοηθήσει, και ζητώντας του να κρατήσει σφιχτά το σάλι και να σκαρφαλώσει στο δέντρο. Εγώ προσπαθούσα να μην το αφήσω να μου φύγει. Η όψη του τώρα ήταν τρομαχτική: το ένα μάτι κρεμόταν έξω απ’ την κόχη του, αίμα ξεπηδούσε απ’ το στόμα του, οι φτερούγες του χτυπούσαν ασταμάτητα την γη και η ουρά του είχε μείνει με τα μισά της πούπουλα, καθώς τα άλλα τα είχα τραβήξει στην πρώτη απόπειρά μου να τον εκτελέσω. Πάλεψε τρομερά για τη ζωή του, καταματώνοντάς με. Τώρα όμως είχα την βοήθεια του αδερφού μου, ενώ εκείνο είχε εξαντληθεί από την προσπάθεια και τις πληγές, κι έτσι στο τέλος καταφέραμε να το κρεμάσουμε ξανά. Κι έπειτα τον χτυπήσαμε με τα μπαστούνια μας μέχρι θανάτου, ώσπου το κεφάλι του έγινε λιώμα. Τέλος, του δέσαμε μια πέτρα και το βουλιάξαμε στην λιμνούλα με τις πάπιες.

Τούτη ήταν η πρώτη και πιο τρομερή μονομαχία της ζωής μου. Όσο παιδιάστικη και αν ήταν, την αναφέρω όχι μόνο γιατί μένει ολοζώντανη στην θύμησή μου, αλλά κι επειδή, όταν θυμάμαι τα περασμένα, αυτή η σκηνή μοιάζει ολοφάνερα πως ήταν ο πρώτος κρίκος μιας μακριάς αλυσίδας. Δείχνει για πόσο πολύ καιρό μπορούσα να ανεχτώ επιθέσεις και καταπίεση, ώσπου οι αντοχές μου εξαντλούνταν, και τότε δεν περιοριζόμουν σε ημίμετρα, αλλά πήγαινα στα άκρα χωρίς ανακωχή ούτε παύση. Αυτό ήταν άλλωστε το μεγάλο μου λάθος, αργότερα με δάκρυα το μετάνιωσα.

Γιατί ολότελα δικαιολογημένα κατέστρεψα αυτούς που κατέστρεψα, αλλά αν έδειχνα έλεος θα έπρεπε μόνο να τους είχα διορθώσει. Κι έτσι κάποιοι που μ’ έβλεπαν θεώρησαν εκδίκηση αυτό που για μένα δεν ήταν παρά απλή και δίκαιη ανταπόδοση.”

Ο Τρελώνη συνέχισε στο ίδιο στυλ.

Όταν τα δυο αδέρφια ήταν οχτώ χρονών, ο πατέρας τους τα έκλεισε στο φριχτότερο αριστοκρατικό οικοτροφείο που μπορούσε να βρει, ένα που διοικούνταν με αυστηρότητα ακραία ακόμη και για εκείνη την αμείλικτη εποχή. «Βρισκόταν στην κορυφή ενός λόφου», σημειώνει ο Σαιν Κλαιρ, «μέσα σ’ ένα παλιό στρατιωτικό φρούριο, με ψηλούς τοίχους ολόγυρα, χωρίς παράθυρα, σαν φυλακή. Πολλά δωμάτια είχαν σιδερόφραχτα παράθυρα, το φαγητό ήταν λίγο και αηδιαστικό, ενώ οι τιμωρίες συχνές και ανελέητες».

«Σπάνια με μαστίγωναν περισσότερες από μια φορά την μέρα», θυμόταν αργότερα ο Τρελώνη, «ή με ράβδιζαν παραπάνω από μια φορά την ώρα».

Το σχολείο βοήθησε και αυτό στην ριζοσπαστικοποίηση του Τρελώνη. Η επαναστατημένη Γαλλία τότε θριάμβευε, και ο ακροδεξιάς διευθυντής του ζητούσε ν’ απαγορευτεί να μιλιούνται τα γαλλικά στην Αγγλία, να καταστραφούν ή τουλάχιστον να φορολογούνται βαριά όλα τα βιβλία ή τα θεατρικά έργα που είχαν γραφεί στην ύποπτη γλώσσα, και βέβαια να διωχθούν όλοι οι Γάλλοι δάσκαλοι, υπηρέτες και εταίρες. Επόμενο ήταν ο νεαρός Τρε, μόλις απέκτησε συνείδηση του εαυτού του, να ταχθεί στο πλευρό της Επανάστασης και να κηρύξει την αθεΐα και τον αντιμοναρχισμό του.

Έπειτα από δυο χρόνια στο ίδρυμα, οργάνωσε το λυντσάρισμα από τους συμμαθητές του ενός μισητού δασκάλου και, όταν έπειτα ο διευθυντής πήγε να τον μαστιγώσει μπροστά σ’ όλους, τον έριξε κάτω και σχεδόν του άνοιξε το κεφάλι. Τον έκλεισαν στην απομόνωση, εκείνος έβαλε φωτιά και παρά λίγο να κάψει όλο το σχολείο. Την επόμενη τον επέστρεψαν, με συνοδεία φρουράς, στο πατρικό του. Ο πατέρας του έκρινε πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να συμμορφωθεί ο εντεκάχρονος γιος του, από το να σταλεί στο ναυτικό.

Ο John Edward Trelawny μέσα στο άντρο του Παρνασσού. Έργο του Seymour Kirkup -1824

Το 1805 κατατάχθηκε “εθελοντής”, και μόνον από σύμπτωση δεν πήρε μέρος στην ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, και τα επόμενα χρόνια τα πέρασε στις θάλασσες της Νότιας Αμερικής, της Αφρικής, της Κίνας και της Ινδίας (κάποια στο πλοίο του καπετάνιου Φράνσις Μπωφόρ, που επινόησε την γνωστή κλίμακα των ανέμων). Τραυματίστηκε στην κατάληψη της Μπατάβιας, το 1811, κι επέζησε από την επιδημία χολέρας που αποδεκάτισε έπειτα τις αγγλικές δυνάμεις. Την επόμενη χρονιά επέστρεψε στην Αγγλία. Φυσικά μίσησε το ναυτικό και την πειθαρχία του, η βία και η ωμότητα όμως, ενδημικές στην ζωή της θάλασσας, σφράγισαν το χαρακτήρα του. Οι ατέλειωτες ώρες που περνούσε, τιμωρημένος, στην σκοπιά ψηλά στο κατάρτι, του έδωσαν την ευκαιρία να διαβάσει, “Η Ανταρσία του Μπάουντυ” ήταν ένα από τα πρώτα βιβλία που αγάπησε, ενώ ο περίφημος Γάλλος κουρσάρος Συρκούφ, που τρομοκρατούσε τότε τους Άγγλους στον Ειρηνικό, έγινε ένα από τα πρώτα ινδάλματά του.

To 1812 επέστρεψε στην Αγγλία, και την επόμενη χρονιά έκανε έναν άτυχο γάμο, που διαλύθηκε μέσα σε τέσσερα χρόνια. Τα επόμενα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, και για τον ίδιο και για την χώρα. Τον έσωσε η αγάπη του για τον Σαίξπηρ και τον Μίλτωνα, τον Βύρωνα, τον Ουώλτερ Σκωτ και τους άλλους Ρομαντικούς. Τελικά δραπέτευσε, το 1819 πήγε μαζί με την μητέρα του και τις αδερφές του στο Παρίσι, και τον άλλο χρόνο στην Ελβετία, απ’ όπου και ξεκινά την ιστορία που ακολουθεί.

Εκδίδοντάς την στα ελληνικά, με κάπου εκατόν πενήντα χρόνια καθυστέρηση, ελπίζουμε ν’ αναδείξουμε ξανά δυο νήματα από το υφάδι της νεοελληνικής ιστορίας που κόπηκαν βίαια και χάθηκαν κάπου μέσα στην πορεία του δέκατου ένατου αιώνα. Ο ρόλος των ριζοσπαστών στην Ελληνική Επανάσταση είναι το ένα από αυτά, ο αδιάλλακτος πολιτικός κι αισθητικός ριζοσπαστισμός του Σέλλεϋ και του Βύρωνα, που καθόρισε και την παρέμβαση του τελευταίου στην επανάσταση, είναι το άλλο. Γιατί η λήθη δεν αφορά μονάχα τον Τρελώνη, που τ’ όνομά του ξεχάστηκε εντελώς, και ολότελα άδικα, στην χώρα μας.

Σ’ όλη την διάρκεια του “μακρύ δέκατου ένατου αιώνα” της Ελλάδας, ελάχιστες όψεις της ζωής, της προσωπικότητας και των ιδεών του Βύρωνα έγιναν ευρύτερα γνωστές. “Ονομα ιερό, ιδέες ανυπόφορες, ζωή σκάνδαλο” δεν είναι περίεργο που, στα διακόσια χρόνια που πέρασαν από την θυσία του, ο επαναστάτης Λόρδος μόνον πολύ επιλεκτικά συζητήθηκε εδώ. Ακόμη και το έργο του, με μικρές εξαιρέσεις, έμεινε αμετάφραστο στην γλώσσα μας, όπως άλλωστε και του Σέλλεϋ, ο οποίος πάντως είχε ευθύς εξαρχής αποξενωθεί από την επανάσταση, για ένα λόγο που ο ίδιος αναφέρει καθαρά -τις σφαγές των Τούρκων.

[Ο Σέλλεϋ πληροφορήθηκε το ξέσπασμα της Επανάστασης την 1η Απριλίου στην Πίζα, από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο οποίος τον επισκέφτηκε «κουβαλώντας την προκήρυξη του εξαδέλφου του, του Πρίγκιπα Υψηλάντη και, ακτινοβολώντας από χαρά και έξαρση, δήλωσε ότι στο εξής η Ελλάδα θα ήταν ελεύθερη» (H.W. Hausermann, The Genevese Background. Studies of Shelley, Brands Danby (the Irish painter). Maria Edgeworth, Ruskin. George Meredith and Joseph Conrad in (ieneva. making use of new source material, mainly letters from the Genevese State Archives and from various private collections in Switzerland, Routledge & Kegan Paul, Λονδίνο 1052, σ. 17). To μόνο που κατάφερε ήταν να τον αποξενώσει:

Η Ελλάδα τώρα ξεσηκώθηκε για να κατακτήσει την ελευθερία της. Ο Πρίγκιπας Υψηλάντης, που ήταν ως τώρα υπασπιστής του Τσάρου της Ρωσίας, πέρασε τα βόρεια σύνορα της Ευρωπαϊκής Τουρκίας με δέκα χιλιάδες άντρες, στρατολογημένους ανάμεσα στους έλληνες της Ρωσίας, και όλοι οι άλλοι έλληνες που ζουν διάσπαρτοι στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ανάμεσά τους και ο φίλος μας εδώ, σπεύδουν τώρα να καταταγούν και αυτοί στο στρατό. Σε διάφορα μέρη ξεκίνησαν οι σφαγές των Τούρκων. Αυτός είναι αρκετός λόγος για να ματαιωθεί το ελληνικό μας σχέδιο, ακόμη και αν οι υπόλοιπες συνθήκες θα μου επέτρεπαν να συμμετάσχω κι εγώ στην αποστολή. Τίποτε άλλο δεν θέλω τόσο πολύ, όσο να επισκεφτώ την Ελλάδα. Ωστόσο οι Μοίρες δεν μοιάζουν να ευνοούν την επιθυμία μου. (Επιστολή Σέλλεϋ προς Τόμας Μέντουιν, από την Πίζα, 4η Απριλίου 1821, όπως παρατίθεται στο ίδιο, σ. 8)]

Η αχάριστη και φοβική διαχείριση της δημόσιας μνήμης του Βύρωνα και του Σέλλεϋ πάντως δεν ήταν καμιά ελληνική ιδιοτροπία. Ο τελευταίος έτσι κι αλλιώς έμεινε παραγνωρισμένος και στην πατρίδα του για δεκαετίες μετά το θάνατό του, ενώ έπειτα μνημειοποιήθηκε με τρόπο που ο Τρελώνη σωστά θεώρησε ανυπόφορο. Η προσπάθεια του Βύρωνα, πάλι, να προστατέψει την υστεροφημία του ξεκίνησε άσχημα, με το επεισόδιο που περιγράφεται παρακάτω – την καταστροφή των απομνημονευμάτων του από εκείνους που είχαν αναλάβει να τα εκδώσουν. Ακολούθησε ενάμισης αιώνας, δύσκολος για όσους υπερασπίζονταν τον ριζοσπαστισμό και την πολιτικότητα της ζωής και του έργου των δυο ποιητών. Το κλίμα άλλαξε εδώ και λίγες δεκαετίες. Μένουν πολλά να γίνουν ακόμη, αλλά στην νέα εποχή πολιτικής και πολιτισμικής σύγκρουσης, που μπαίνουμε πλέον, η παρέα της Πίζας προσελκύει πάλι το ενδιαφέρον των ερευνητών και του κοινού. Και το έργο της μας δίνει ξανά ευχαρίστηση.

Tούτοι οι δύο άντρες που άφησαν τη σφραγίδα τους στα λογοτεχνικά μας χρονικά, ο Σέλλεϋ και ο Βύρωνας, ποτέ δεν θα πάψουν να συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον κάποιων αιρετικών, που χωρίς να έχουν ούτε ιερείς ούτε ναούς, λατρεύουν τις Μούσες σαν θεές. Μόνο αυτοί οι αιρετικοί λοιπόν θα εκτιμήσουν σωστά τα απομνημονεύματα που ακολουθούν εδώ, και για δική τους χάρη καταγράφω κάποιες επιμέρους πληροφορίες οι οποίες ειδάλλως θα χάνονταν σύντομα μαζί μου.

Αν η λογοτεχνία μας έμενε μονάχα στα ξερά γεγονότα και τις στατιστικές, τότε θα ήταν αιώνιος χειμώνας. Ξερά γεγονότα είναι οι κάθε λογής πόνοι κι οι θλίψεις μας κι οι αναποδιές που μας τυχαίνουν, ενώ όλες μας οι απολαύσεις ξεπηδούν από την φαντασία μας που σαν τον ήλιο δίνει λάμψη στο καθετί. Οι ποιητές είναι λοιπόν οι πραγματικοί δημιουργοί, αυτοί μας γεμίζουν με ψευδαισθήσεις που μόνον ο Θάνατος τις βγάζει απατηλές.

***
@Ελεονόρα Τρελώνυ /terrapapers