Ο Χρήστος Ζαντέρογλου είχε κατακτήσει δύο πρωταθλήματα Ελλάδας τις χρονιές 1966 και 1967, έχει αποτελέσει στο παρελθόν και μέλος του τεχνικού τιμ του Ολυμπιακού, ενώ ως ποδοσφαιριστής ήταν μέλος της Εθνικής Ελλάδας με την οποία αγωνίστηκε συνολικά 13 φορές.
«Η ΠΑΕ Ολυμπιακός εκφράζει τα συλλυπητήριά της στην οικογένεια του Χρήστου Ζαντέρογλου, για τον χαμό του μεγάλου ποδοσφαιριστή της ομάδας τη δεκαετία του ’60.
Ο Χρήστος Ζαντέρογλου «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών.
Γεννημένος στις 12 Ιουλίου του 1940, αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό για πέντε χρόνια και συγκεκριμένα από το 1965 μέχρι το 1970. Φόρεσε την ερυθρόλευκη φανέλα 174 φορές σε όλες τις διοργανώσεις, αγωνιζόμενος στην άμυνα, ενώ σημείωσε και έξι γκολ. Με τον Ολυμπιακό, μάλιστα, είχε συμμετοχές και σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις αντιμετωπίζοντας ομάδες όπως η Γιουβέντους, η Γουέστ Χαμ και η ΤΣΣΚΑ Σόφιας.
Κατέκτησε δύο πρωταθλήματα Ελλάδας τις χρονιές 1966 και 1967 ως μέλος της θρυλικής ομάδας του Μπούκοβι, αλλά και ένα κύπελλο το 1968.
Επίσης, έχει αποτελέσει στο παρελθόν και μέλος του τεχνικού τιμ του Ολυμπιακού, ενώ ως ποδοσφαιριστής ήταν μέλος της Εθνικής Ελλάδας με την οποία αγωνίστηκε συνολικά 13 φορές.
Χρήστο Ζαντέρογλου, δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ».
***
Σε συλλογικό επίπεδο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο το 1955 στη Νίκη Βόλου, με τα χρώματα της οποίας αγωνίστηκε επί μία δεκαετία. Ήταν βασικό στέλεχος της ομάδας που το 1961 προβιβάστηκε στην Α' Εθνική καθώς και της τετραετίας που ακολούθησε (1961-65) στη μεγάλη κατηγορία, μετρώντας συνολικά 114 συμμετοχές σε αυτή.[2]
Τον Ιούλιο του 1965 υπέγραψε στον Ολυμπιακό Πειραιά όπου παρέμεινε επί μία πενταετία, όντας μέλος της ομάδας που κατέκτησε δύο πρωταθλήματα, τις περιόδους 1965-66 και 1966-67 και ένα κύπελλο το 1968.[3]
Ακολούθησε μια τριετία στο Αιγάλεω μεταξύ 1970-73 και ολοκλήρωσε την καριέρα του αγωνιζόμενος με τη φανέλα του Ατρόμητου Αθηνών για δύο χρόνια (1973-75), πανηγυρίζοντας το 1974 την άνοδο στην Α' Εθνική. Συνολικά στη μεγάλη κατηγορία είχε 361 συμμετοχές.
Στις εθνικές ομάδες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αγωνίστηκε 13 φορές στην εθνική Ελλάδας, 2 ως ποδοσφαιριστής της Νίκης Βόλου και 11 του Ολυμπιακού. Το ντεμπούτο του πραγματοποιήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1964 στην εκτός έδρας αναμέτρηση με τη Μεγάλη Βρετανία για το προολυμπιακό τουρνουά. Υπήρξε μέλος της ομάδας που "άγγιξε" την πρόκριση στα τελικά του Μουντιάλ του 1970, που διεξήχθη στα γήπεδα του Μεξικό, στη σημαντικότερη έως τότε προσπάθεια πρόκρισης, όταν κατετάγη στη δεύτερη θέση του ομίλου της, πίσω από τη Ρουμανία, χάνοντας την πρόκριση για μόλις έναν βαθμό. Είχε υπάρξει επίσης μέλος της εθνικής Νέων.
Απεβίωσε στις 4 Μαρτίου 2023 [4]
Προπονητική καριέρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μετά την ολοκλήρωση της ποδοσφαιρικής του καριέρας, ακολούθησε αυτήν του προπονητή. Βρέθηκε στην τεχνική ηγεσία αρκετών συλλόγων, μεταξύ των οποίων οι Αστέρας Ζωγράφου, Παναιτωλικός, Φωστήρας,[5] Λεβαδειακός,[6] Αχαρναϊκός, Καλλιθέα, Ηρόδοτος και Νίκη Βόλου. Επίσης έχει διατελέσει μέλος του τεχνικού επιτελείου του Ολυμπιακού Πειραιά αλλά και τεχνικός διευθυντής της Καλλιθέας.
Τίτλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Πρωταθλήματα Ελλάδας: 2 (1966 και 1967)
- Κύπελλα Ελλάδας: 1 (1968)