Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

Τραγωδία στα Τέμπη: Ποιος ευθύνεται για την οργή που προκαλούν παρουσιαστές και δημοσιογράφοι;

 

Όταν οι πιο shared φωτογραφίες στα social media προέρχονται από τα social media και ιδίως από pages που δεν είναι δημοσιογραφικών brands, τότε η δημοσιογραφία έχει έναν και μόνον δρόμο να πάρει: 

Αυτόν που την θέλει να κυλιέται στον βούρκο και να βγάζει από το στόμα της ατάκες όπως «ο θάνατος τους στα Τέμπη, μπορεί να είναι το σημείο τομής για να αποκτήσει η Ελλάδα σιδηρόδρομο που να λειτουργεί καλά και να λειτουργεί ασφαλώς».

Επιστρατεύοντας άλλο ένα τσιτάτο, αυτή τη φορά του Ανρί Μπερό, «η δημοσιογραφία είναι ένα επάγγελμα στο οποίο περνάει κανείς τη μισή του ζωή μιλώντας για πράγματα που δεν ξέρει και την άλλη μισή σωπαίνοντας γι’ αυτά που ξέρει».

Έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέγονται

Του Στέργιου Πουλερέ@https://menshouse.gr/

Το δυστύχημα στα Τέμπη, αν θέλουμε να λέμε πως διατηρούμε την ανθρωπιά μας και πως εξακολουθούμε να πιστεύουμε στα αγνά συναισθήματα, διέλυσε όλους μας. Ας ξεκινήσουμε απ΄αυτή τη βάση ομόνοιας.

Με τρομάζουν οι άνθρωποι που τέτοιες στιγμές επιλέγουν να πάρουν χώρο από τους ανθρώπους που έχασαν τους ανθρώπους τους. Με τρομάζουν αυτοί που με ευκολία χαρακτηρίζουν ως ψεύτικα τα δάκρυα άλλων ανθρώπων.

Το πρώτο σκέλος αφορά όλους εμάς τους δημοσιογράφους. Στις μεγάλες τραγωδίες, είτε έχουν αυτό το σοκαριστικό μέγεθος είτε είναι μικρότερης κλίμακας, θέλουμε να εισχωρήσουμε ανάμεσα στους συμμετέχοντες και να τα περάσουμε όλα μέσα από το πρίσμα μας.

Είναι αδυσώπητο να θες να αποφύγεις την οδύνη και να δώσεις στον εαυτό σου μερικές στιγμές ηρεμίας για να διαχειριστεί το συλλογικό τραύμα και να ξέρεις πως η δουλειά σου απαιτεί να είσαι ενώπιος των νεκρών, μπροστά στο αίμα, να βλέπεις τα ουρλιαχτά των μανάδων που σκίζουν τον αέρα.

Προφανώς και δεν είναι το πιο αδυσώπητο όλων. Δεν επιχειρείται κάποια σύγκριση. Εκτιμώ όμως πως αυτή η συνθήκη, οδηγεί τους δημοσιογράφους σε μια διαδικασία σκλήρυνσης του μέσα τους.

Ναι, ο Λιάγκας, η Τατιάνα, ο Ευαγγελάτος, ο Οικονόμου, ο Χατζηνικολάου, η Σαράφογλου και όσοι βρέθηκαν στο viral βίντεο του Luben, είναι αυτοί που είναι, αυτοί που πιστεύει ο καθένας. Και σαφέστατα πολλές τοποθετήσεις τους προκαλούν δικαιολογημένα οργή.

Άλλες φορές γιατί στήνουν παράσταση, άλλες γιατί διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, άλλες γιατί εξυπηρετούν συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα. Και δεν είναι οι μόνοι.

Όταν αυτά μπαίνουν κάτω από το πρίσμα «τραγωδία στα Τέμπη», η οργή γίνεται πυρκαγιά που τρέχει ανεξέλεγκτη.

Στην εποχή μας, η δημοσιογραφία έχει συρρικνωθεί. Τα social media την έχουν καταστήσει αχρείαστη. Απλώς αρνείται να το παραδεχτεί, έχει ισχυρούς μηχανισμούς και πουλάει καλά τον εαυτό της.

Το 70% της ειδησεογραφίας αυτές τις δύο μέρες, ήταν βγαλμένο από τα social media. Στις ιστοσελίδες δε, ήταν μεγαλύτερο το ποσοστό, αν προσθέσουμε και τα αποσπάσματα των εκπομπών. Ειδικά η δημοσιογραφία στις ιστοσελίδες, είναι η θνησιγενέστερη όλων.

Η ανάγκη της επιβίωσης είναι τέτοια, ώστε όταν βρίσκεται κανείς καθημερινά κοντά στην αποδοχή της ασημαντότητας του, επιστρατεύει όσα μέσα διαθέτει.

Ξαφνικά, η δημοσιογραφία έχει γίνει εποχή storytelling. Να βρούμε την καλή οπτική, να δώσουμε τόνωση στον δράμα, να πούμε μια ιστορία που θα συγκινήσει, ακόμα κι αν χρειαστεί να την επινοήσουμε.

Αντιλαμβάνεται κανείς πως, αυτοί που ψάχνουν να επινοήσουν, βρήκαν πρόσφορο έδαφος με αυτή την τραγωδία.

Κι η δημοσιογραφία στις μέρες μας έχει περισσότερα χαρακτηριστικά πολέμου αρπακτικών. Σε έναν τέτοιο πόλεμο, όσο πιο βαθιά μπαίνεις, τόσο αφήνεις πίσω τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά σου. Αν είσαι άνθρωπος, δε μπορείς να είσαι εύκολα δημοσιογράφος και τούμπαλιν.

Αυτό δεν είναι ένας απόλυτος κανόνας. Υπάρχουν κι εξαιρέσεις. Αλλά, εξαιρέσεις.

Ο Γιώργος Λιάγκας ρώτησε πόσο γρήγορα καίγονται οι άνθρωποι στους 1.300 βαθμούς Κελσίου. Αχρείαστη ερώτηση. Στην περίπτωσή του ξέρουμε τι εξυπηρετούσε.

Πέραν όλων των άλλων, δε βρίσκεται και εύκολα η ενσυναίσθηση. Ο Λιάγκας το έχει γυρίσει φέτος στο κουτσελινικό-τατιανικό στυλ για να αντέξει στην τηλεθέαση. Η Τατιάνα και η Κουτσελίνη είναι οι μετρ. Και στις υπόλοιπες εκπομπές, ψυχαγωγικές και ενημερωτικές, ακολουθούν τα ίδια χνάρια.

Έτσι είναι η δημοσιογραφία. Ένας εθισμός άκριτος. Θα ρωτήσεις ανθρώπους που τρέχουν να γλιτώσουν το βιος τους από πυρκαγιές και θα ακούσεις ένα «σταμάτα να ρωτάς μαλακίες». Και δεν θα έχεις καταλάβει τι ρώτησες τελικά, ούτε πόσο λάθος ήταν αυτό που ρώτησες.

Όταν οι πιο shared φωτογραφίες στα social media προέρχονται από τα social media και ιδίως από pages που δεν είναι δημοσιογραφικών brands, τότε η δημοσιογραφία έχει έναν και μόνον δρόμο να πάρει: αυτόν που την θέλει να κυλιέται στον βούρκο και να βγάζει από το στόμα της ατάκες όπως «ο θάνατος τους στα Τέμπη, μπορεί να είναι το σημείο τομής για να αποκτήσει η Ελλάδα σιδηρόδρομο που να λειτουργεί καλά και να λειτουργεί ασφαλώς».

Επιστρατεύοντας άλλο ένα τσιτάτο, αυτή τη φορά του Ανρί Μπερό, «η δημοσιογραφία είναι ένα επάγγελμα στο οποίο περνάει κανείς τη μισή του ζωή μιλώντας για πράγματα που δεν ξέρει και την άλλη μισή σωπαίνοντας γι’ αυτά που ξέρει».

Θα το πάω ένα βήμα πιο πέρα. Η δημοσιογραφία είναι ένα επάγγελμα στο οποίο περνάει κανείς όλη του τη ζωή μιλώντας για πράγματα που πείθει τους άλλους ότι τα ξέρει, χωρίς να τα ξέρει.

Στην Ελλάδα όπου οι φωτεινοί φάροι τύπου Reporters United και Inside Story είναι είτε μη βιώσιμοι για τους ανθρώπους που ασκούν διεισδυτική δημοσιογραφία είτε ζουν μόνο από τις συνδρομές, η άγνοια ή η ημι-γνώση φαντάζουν μονόδρομος.

Την ανεπάρκεια αυτών (αλλά και ημών, γιατί κανείς μας δεν εξαιρείται), την θρέφετε εσείς που διαβάζετε. Εσείς που διαβάζετε τόσο αδιάφορα. Κι αυτό δεν είναι ανάδειξη ευθυνών. Είναι καταγραφή. Είναι ένας φαύλος κύκλος που δεν μπορεί να αλλάξει. Όχι στην Ελλάδα.

Κι αυτό που στο τέλος θα μένει, είναι τα βίντεο κοπτοραπτικής που θα μας προκαλούν μόνο θυμηδία και γέλιο, γιατί πια δεν θα υπάρχει λόγος και χώρος για οργή.

Φταις εσύ, φταίνε οι ίδιοι, φταίει ότι ποτέ κανείς δεν θα κάνει το βήμα να σπάσει τον φαύλο κύκλο ή θα κουραστεί να προσπαθεί και θα πει «μένω και γίνομαι σαν τα μούτρα τους, φεύγω και ας κάνουν ό,τι θέλουν»…