Θυμάμαι πόση σημασία δινόταν στην εργασία του «κλειδούχου». Ηταν αυτός που με ένα ειδικό εργαλείο άλλαζε τη σύνδεση των σιδηροτροχιών – και άρα την κατεύθυνση της αμαξοστοιχίας
Ο παππούς μου από την πατρική μεριά ήταν υπάλληλος των ΣΠΑΠ. Αν ανοίξετε τη «Βικιπέδια» θα πληροφορηθείτε τα εξής: Ηταν τα αρχικά της εταιρείας «Σιδηρόδρομοι Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου».
Το πρώτο τμήμα, μεταξύ Πειραιά, Αθηνών και Ελευσίνας, ολοκληρώθηκε το 1884. Η γραμμή έφτασε στην Κόρινθο το 1885 και στην Πάτρα το 1887. Εν τω μεταξύ, μια διακλάδωση στα ανατολικά από την Κόρινθο έφτασε στο Αργος και στο Ναύπλιο το 1886. Η δυτική
διακλάδωση έφτασε στον Πύργο και εν τέλει στην Κυπαρισσία το 1902. Οι ΣΠΑΠ απέκτησαν επίσης τη γραμμή μεταξύ Μύλων (κοντά στο Αργος) και Καλαμάτας, μέσω Τρίπολης.Αυτούς τους «Μύλους» του Αργους τους άκουγα συχνά όταν ήμουν παιδί διότι (εδώ προσοχή!) ο παππούς ήταν σταθμάρχης στους Μύλους. Ηταν υψηλή θέση στην ιεραρχία και ο πατέρας μου την ανέφερε με υπερηφάνεια. Βέβαια ο ίδιος αντίθετα με τα αδέρφια του δεν είχε καμία σχέση με τους ΣΠΑΠ. Είχε τελειώσει την τότε ΑΣΟΕΕ και μετά σπούδασε δύο χρόνια στη Νομική, στην οποία μπήκε αυτόματα διότι είχε ήδη το δίπλωμα της ΑΣΟΕΕ.
Τον παππού δεν τον γνώρισα καθόλου – πέθανε νέος (όπως και ο άλλος παππούς – ο εκ μητρός). Η οικογένεια πάντως παρέμεινε «σιδηροδρομική» γιατί τα αδέρφια του πατέρα μου είχαν ακολουθήσει την παράδοση. Θυμάμαι πόση σημασία δινόταν στην εργασία του «κλειδούχου». Ηταν αυτός που με ένα ειδικό εργαλείο άλλαζε τη σύνδεση των σιδηροτροχιών – και άρα την κατεύθυνση της αμαξοστοιχίας.
Πολλές φορές, σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, γινόταν ανάλυση ιστορικών ατυχημάτων τα οποία συνήθως οφείλονταν στην αμέλεια, στην αφηρημάδα ή στην αδεξιότητα του κλειδούχου. Γι’ αυτό και ο παππούς σταθμάρχης – στους Μύλους – κρατούσε ο ίδιος τα εργαλεία και (παρ’ όλο που ήταν ανώτερος) έκανε μόνος του το έργο του κλειδούχου. Για να έχει το κεφάλι του ήσυχο – όπως έλεγε.
Αργότερα γνώρισα τους σιδηροδρόμους από πολύ κοντά. Ηταν ο καιρός των σπουδών μου στη Γερμανία. Τη δεκαετία του πενήντα το αεροπλάνο ήταν μακρινό και ακριβό όνειρο. Το τρένο ήταν το μόνο μέσο επικοινωνίας.
Το Πανεπιστήμιο στο Μόναχο είχε δύο φορές τον χρόνο διακοπές. Ανοιξη (Μάρτη – Απρίλη) και καλοκαίρι (Ιούλιο – Αύγουστο). Για να δει τον μοναχογιό της η μητέρα μου όσο γινόταν περισσότερο, θα έπρεπε εγώ να κάνω συνολικά τριάντα έξι χιλιάδες χιλιόμετρα με το τρένο. (Εξι χρόνια σπουδές επί δύο διακοπές επί 3.000 χιλιόμετρα το κάθε ταξίδι…)
Στην πραγματικότητα έκανα λιγότερα γιατί χρησιμοποίησα καράβι (Μόναχο – Ρώμη – Μπρίντιζι και Βενετία αλέ ρετούρ με πλοίο). Στη Ρώμη έμεινα έναν μήνα φιλοξενούμενος του καλού και απόντος πια ποιητή Τάσου Δενέγρη. Στη Βενετία πήγα και ήρθα με το «Λυδία» – όπου μαρκόνης (ασυρματιστής) ήταν ο ακόμα καλύτερος ποιητής και φίλος Νίκος Καββαδίας.
Παρ’ όλα αυτά έμεναν ακόμα πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα για τα υπόλοιπα οκτώ ταξίδια. Εκεί τρένο σήμαινε Γιουγκοσλαβία. Η Ελλάδα έφευγε γρήγορα κι όταν βγαίναμε από την ατέλειωτη Γιουγκοσλαβία μπαίναμε στον πολιτισμό. Τέλος το κάρβουνο (ηλεκτρικά ΟΛΑ), ο θόρυβος, η μουτζούρα και οι χωρικοί με τα ζώα τους.
Εγραψα αυτή την ανάμνηση σαν αφιέρωμα στη μνήμη των νέων φοιτητών που ένας κλειδούχος κόντυνε βάναυσα τη ζωή τους.