Κυριακή 2 Απριλίου 2023

Ποια Ελλάδα; Η επόμενη κρίση θα αρχίσει από τη Γερμανία…

 

Τι προβλέπει ένας έγκυρος (γερμανός) αναλυτής, ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου. 

Θα μπορούσε να την προκαλέσει πολύ εύκολα η αυτοκινητοβιομηχανία της που στην παρούσα φάση παλεύει να περάσει στον κόσμο της ηλεκτροκίνησης και της τεχνητής νοημοσύνης ενώ η χρηματοπιστωτική έκθεση της είναι τεράστια 

«Γρήγορα γίνεται σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια μάλλον ασυνήθιστη χρηματοπιστωτική κρίση, όταν ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ελλάδας δηλώνει ικανοποιημένος που η χώρα του δεν είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη στην Ελβετία. Η δήλωση του Γιάννη Στουρνάρα σίγουρα προσθέτει μια δόση κωμικότητας στις οικονομικές κρίσεις που διαδέχονται η μία την άλλη στην Ευρώπη», γράφει σε ανάλυσή του 

Ωστόσο ο γνωστός (και στην Ελλάδα) αρθρογράφος του The New Statesman και διευθυντής του Eurointelligence γράφει πως το σχόλιο του έλληνα κεντρικού τραπεζίτη «αποδεικνύεται άδικο για τους Ελβετούς. Κατά τη γνώμη μου, η Ελβετία τα πάει αρκετά καλά. 

Η κυβέρνηση και η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας κατάφεραν να αποκαταστήσουν τη ζημιά μέσα σε λίγες ημέρες, πείθοντας την UBS, τη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας, να καταβροχθίσει την Credit Suisse. Τέλος της κρίσης, γράφει ο γερμανός δημοσιογράφος. 

Και για να γίνει απόλυτα κατανοητός συγκρίνει αυτήν την κατάσταση με την κρίση χρέους που μάστιζε επί χρόνια την ευρωζώνη, η οποία παραμένει ευάλωτη ακόμη και σήμερα. Θυμίζει πως «η κρίση δημόσιου χρέους που σημειώθηκε την τελευταία δεκαετία δεν επιλύθηκε ποτέ επίσημα. 

Αντίθετα συνέβη το εξής: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έσπευσε να βοηθήσει τις εθνικές κυβερνήσεις το 2015, με την αγορά κρατικών ομολόγων μέσω μιας πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης. 

Ηταν μια απόφαση που περιόρισε την πίεση στις αποδόσεις των ομολόγων. Αλλά είχε ένας κόστος και επιπλέον αποθάρρυνε τις κυβερνήσεις από το να αντιμετωπίσουν τις υποκείμενες οικονομικές ανισορροπίες στην ευρωπαϊκή οικονομία», εξηγεί, αναφερόμενος ενδεικτικά από αυτή την άποψη, στη χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας στην Ιταλία, στα υπερβολικά πλεονάσματα της Γερμανίας και της Ολλανδίας, στην έλλειψη επενδύσεων στην ψηφιακή οικονομία και σε έναν διαρκώς χειμαζόμενο τραπεζικό τομέα. 

Επιστρέφοντας στη χώρα μας, ο Μινχάου προειδοποιεί πως «αυτή τη στιγμή, μια κρίση στην ευρωζώνη είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα ξεσπούσε στην Ελλάδα. Οι οικονομικές κρίσεις δεν επαναλαμβάνονται ποτέ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο». Από όλα τα δυνατά σενάρια σχετικά με μια νέα κρίση στην ευρωζώνη, ο πολύπειρος και πολυδιαβασμένος αρθρογράφος πιο πολύ ανησυχεί για μια κρίση χρέους που θα μπορούσε να ξεσπάσει «στο σημείο που συνδέονται οι κρατικές τράπεζες, οι παρωχημένες βιομηχανίες και οι κυβερνήσεις που αγωνίζονται απεγνωσμένα να προστατεύσουν το οικονομικό τους μοντέλο».

Αναφέρει πως τα επόμενα χρόνια μια κρίση θα μπορούσε να προκαλέσει πολύ εύκολα η αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας. Γιατί στην παρούσα φάση παλεύει να περάσει στον κόσμο της ηλεκτροκίνησης και της τεχνητής νοημοσύνης ενώ η χρηματοπιστωτική έκθεση του εν λόγω κλάδου είναι τεράστια. Σε ένα σενάριο κρίσης το πρόβλημα θα μπορούσε να προκύψει στις κρατικές τράπεζες (όπως η Sparkassen) και τα συνεταιριστικά πιστωτικά ιδρύματα. 

Πολλά από αυτά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι πολύ μικρά για να υπαχθούν στις εποπτικές εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και προβαίνουν σε πλήθος μηχανορραφιών κάτω από το τραπέζι που δεν έρχονται ποτέ στο φως. Αλλά ακόμη και οι πιο εύρωστες τράπεζες, υπό την εποπτεία της ΕΚΤ, μπορούν να αποδειχθούν ευάλωτες σε ένα πλαίσιο μεταδοτικότητας της κρίσης. 

«Oποια και αν είναι η προέλευση, η διαχείριση της κρίσης γίνεται πάντα μέσω των τραπεζών. Μεταξύ των συνεπειών της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 βρίσκουμε την ντε φάκτο επανεθνικοποίηση των τραπεζικών συστημάτων, καθώς κάθε κυβέρνηση αναγκάστηκε να παρέμβει για τη διάσωση των τραπεζών της. Στη νομισματική ένωση, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την απόλυτη τρέλα, μια πηγή επίμονης ευπάθειας. Και δεν είναι όλες οι κυβερνήσεις ικανές να διασώσουν μια μεγάλη τράπεζα. 

Ακόμη και η Γερμανία θα αντιμετώπιζε δυσκολίες σε ορισμένες περιπτώσεις», συνοψίζει ο Μινχάου. Οσον αφορά την τραπεζική ένωση της ΕΕ, η ιδέα της οποίας συνελήφθη ως απάντηση στην οικονομική κρίση, δυστυχώς εξακολουθεί να είναι μια τραπεζική ένωση μόνον κατ’ όνομα, καθώς μόνον οι μεγαλύτερες τράπεζες εποπτεύονται από την Ευρωπαϊκή Ενωση. 

Δεν υφίσταται κοινή προστασία των καταθέσεων, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι, σύμφωνα με τον Μινχάου, η έλλειψη ενός καθεστώτος εξυγίανσης των τραπεζών. Ο μηχανισμός εξυγίανσης επέτρεψε στους Ελβετούς να κάνουν ό,τι έκαναν με την UBS και την Credit Suisse. Ομως «το αντίστοιχο για την Ευρωπαϊκή Ενωση θα ήταν να πειστεί μια γαλλική τράπεζα να αγοράσει μια γερμανική ή ιταλική τράπεζα σε πτώχευση. Αυτό, όμως, δεν θα γίνει ποτέ, γιατί θα έπρεπε να πειστούν τόσο η Τζόρτζια Μελόνι όσο και ο Ολαφ Σολτς, άρα… καλή τύχη!», αναφέρει χαρακτηριστικά. 

Ούτε η ΕΚΤ θα μπορούσε να παρέμβει σε περίπτωση μιας νέας κρίσης, προειδοποιεί ο Μινχάου. Θυμίζει πως η ΕΚΤ μπόρεσε να αγοράσει χρέος κατά την προηγούμενη δεκαετία χάρη σε μια σειρά από τυχαίες περιστάσεις. «Οι εξαγορές χρέους αποσκοπούσαν στην άνοδο του πληθωρισμού, εάν έπεφτε υπερβολικά. Ευτυχώς, αυτή η κίνηση βοήθησε τις κυβερνήσεις να βρουν έναν αγοραστή έτοιμο να αναλάβει τα χρέη τους. Συνήθως, οι κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούν ένα, μοναδικό εργαλείο για την αντιμετώπιση ενός και μόνο στόχου. 

Η απόφαση της ΕΚΤ να καταφύγει σε ποσοτική χαλάρωση είναι συγκρίσιμη με την πολύ σπάνια περίπτωση του παίκτη γκολφ που κερδίζει το τουρνουά με ένα μόνο χτύπημα. Την ιδέα την συνέλαβε ο Τεντ Χιθ, πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, για να περιγράψει μια οικονομική πολιτική που στοχεύει στην επίλυση πολλών κρίσιμων ζητημάτων με έναν μόνο ελιγμό και φέρνει αποτέλεσμα», εξηγεί. 

Σήμερα, όμως, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Ο πληθωρισμός είναι υψηλός και, σύμφωνα με τον Μινχάου, θα παραμείνει πολύ πάνω από τον στόχο του 2% για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι κεντρικές τράπεζες έχουν λιγότερα περιθώρια ελιγμών. Αναγκάζονται να διατηρούν υψηλά τα επιτόκια για να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό και, κατά συνέπεια, είναι πιο πιθανό να πουλήσουν χρέος παρά να αγοράσουν.

 Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να παρέμβουν κατά βούληση για να σώσουν τράπεζες που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας. Η Federal Reserve στήριξε γενναιόδωρα το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της SVB ενώ η αμερικανική κυβέρνηση προσέφερε προστασία στους πελάτες της τράπεζας, και εκείνους με καταθέσεις άνω των 250.000 δολαρίων.

Τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Ελβετία κινήθηκαν γρήγορα αλλά η ευρωζώνη δυστυχώς δεν λειτουργεί έτσι. Το σενάριο που τρομάζει περισσότερο τον Μινχάου για την Ευρώπη είναι «μια κρίση που σιγοκαίει, μια αλυσίδα αφερέγγυων εταιρειών που καταφέρνουν να αποσπάσουν τη βοήθεια από αφερέγγυες τράπεζες, οι οποίες τελικά διασώζονται από τις κυβερνήσεις, οι οποίες καταλήγουν, έτσι, να περιορίζουν τη δική τους φερεγγυότητα», όπως εξηγεί στην ανάλυσή του, κάνοντας λόγο για «ζόμπι που πορεύονται προς την άβυσσο».


Για κάποιο διάστημα οι τράπεζες μπορούν να καταφεύγουν στο παλιό τέχνασμα του «αγνοώ την κατάσταση», να προσποιούνται, δηλαδή, ότι τα δάνεια που κατέχουν είναι εξυπηρετούμενα, καταλήγοντας στη συνέχεια να τα επεκτείνουν επ’ αόριστον.  «Στην πορεία, ωστόσο, καταλήγουμε να δημιουργούμε μια οικονομία ζόμπι και νέες τράπεζες ζόμπι που προστίθενται στις υπάρχουσες», σημειώνει ο Μινχάου. 

Προσθέτει επίσης πως όταν ξεσπάσει η επόμενη κρίση, τα μέλη της ευρωζώνης θα κάνουν και πάλι ό,τι έκαναν και στην προηγούμενη κρίση και φαίνεται πως είναι το μοναδικό που ξέρουν να κάνουν: να μεταθέτουν την ευθύνη. «Σχεδόν ακούσια ο έλληνας τραπεζίτης επεσήμανε σωστά κάτι το αυτονόητο: η ευρωζώνη δυστυχώς δεν είναι Ελβετία», καταλήγει. 

Πηγή: Protagon.gr