Η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας (SNB) δήλωσε ότι θα παράσχει ρευστότητα στην Credit Suisse, τη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας, «αν χρειαστεί». Σε κοινή της δήλωση με την ελβετική ρυθμιστική αρχή FINMA, η SNB τόνισε: «Η Credit Suisse πληροί τις απαιτήσεις κεφαλαίου και ρευστότητας που επιβάλλονται σε συστημικά σημαντικές τράπεζες. Εάν είναι απαραίτητο, η SNB θα παράσχει ρευστότητα».
- Υπενθυμίζεται ότι η Credit Suisse απηύθυνε έκκληση στην SNB και τη FINMA για στήριξη αφού οι μετοχές της κατέγραψαν πτώση 24%, σημειώνοντας ένα ακόμη αρνητικό ρεκόρ. Ελβετία: SNB και FINMA θα στηρίξουν την Credit Suisse, αν χρειαστεί-1 Credit Suisse: Ζητεί στήριξη από την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας
Η ελβετική τράπεζα ανακοίνωσε πως έχει αναγκαστεί να καταφύγει στα αποθέματα ρευστότητας για να καλύψει τα κεφάλαια που την έχουν εγκαταλείψει. Από το περασμένο έτος η Credit Suisse προσπαθεί να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πελατών της, των επενδυτών αλλά και των ρυθμιστικών αρχών που έχει εξανεμιστεί έπειτα από μια σειρά εσφαλμένων κινήσεων.
Η ανάκαμψη της παγκόσμιας ανάπτυξης και η αναθέρμανση του πληθωρισμού μετά την πανδημία πέρυσι σήμαινε ότι πρώτη φορά μετά το 2015 παρατηρήθηκε ετήσια περιστολή του χρέους στην παγκόσμια οικονομία, σύμφωνα με έρευνα που παρακολουθείται στενά από ένα εύρος παραγόντων και φορέων.
Η έκθεση του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών (IIF) που δημοσιεύθηκε χθες, εκτιμά ότι το παγκόσμιο χρέος μειώθηκε κατά περίπου 4 τρισ. δολάρια, επαναφέροντάς το κάτω από το όριο των 300 τρισ. δολαρίων, το οποίο ξεπέρασε το 2021.
Με το κόστος δανεισμού να αυξάνεται, ιδιαίτερα για τις αναδυόμενες αγορές, η μείωση προήλθε εξ ολοκλήρου από τις πλουσιότερες χώρες, οι οποίες είδαν το συνολικό χρέος τους να ελαττώνεται κατά περίπου 6 τρισ. δολάρια σε 200 τρισ. δολάρια.
Αντίθετα, το ποσό του αναπτυσσόμενου παγκόσμιου χρέους έφθασε σε νέο υψηλό ρεκόρ 98 τρισ. δολαρίων. Και πάλι, όμως, η βελτίωση προήλθε από τις ανεπτυγμένες αγορές, που είχαν μια συνολική πτώση 20 ποσοστιαίων μονάδων στο 390% του ΑΕΠ. Ο λόγος του χρέους των αναδυόμενων αγορών αυξήθηκε κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, στο 250% του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της Κίνας και της Σιγκαπούρης.
Αναλύοντας περαιτέρω τους αριθμούς, το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών εκτίμησε ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους των αναδυόμενων αγορών προς το ΑΕΠ ανέβηκε σχεδόν στο 65% το 2022 από λίγο κάτω από το 64% το 2021. «Η επιβάρυνση του εξωτερικού δημόσιου χρέους πολλών αναπτυσσόμενων χωρών επιδεινώθηκε λόγω των απότομων απωλειών στην ισοτιμία των εθνικών νομισμάτων (το 2022) έναντι του δολαρίου», ανέφερε το IIF. Η κατάσταση αυτή είχε οδηγήσει σε χαμηλότατα επίπεδα τη ζήτηση για ομόλογα σε εθνικά νομίσματα αναδυόμενων αγορών. Η JP Morgan είχε μια διαφορετική αντίληψη για την κατάσταση του παγκόσμιου χρέους.
Σε ανάλυση, που δημοσιεύθηκε, τόνισε πως παρά τη μέτρια ελάττωση του χρέους των ανεπτυγμένων αγορών πέρυσι, η άνοδος από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση πριν από δεκαπέντε χρόνια και εντεύθεν κάθε άλλο παρά μικρή ήταν. Μάλιστα, υπολόγισε ότι το χρέος του δημόσιου τομέα των προηγμένων χωρών ως μερίδιο του ΑΕΠ έχει αυξηθεί στο 122% από 73% λίγο πριν από την κρίση και πάνω από 30 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε 13 από τις 21 μεγάλες οικονομίες – και πάνω από 45% σε εννέα από αυτές.
Αυτό που κάνει το άλμα του σχεδόν 50% ακόμη πιο αξιοσημείωτο, τέλος, είναι ότι το χρέος είχε αυξηθεί μόλις κατά 40 ποσοστιαίες μονάδες τα 40 χρόνια που προηγήθηκαν της χρηματοπιστωτικής κρίσης – και στη διάρκειά τους υπήρξαν επίσης σοβαρά σοκ, συμπεριλαμβανομένου του στασιμοπληθωρισμού τη δεκαετία του 1970.
****************
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η διαχειριστική μυωπία των Ευρωπαίων γραφειοκρατών δεν αποτελεί όμως παρά την τελευταία πράξη του δράματος, καθώς, ποτέ η χώρα δεν θα βρίσκονταν σε αυτή τη θέση αν το πολιτικό προσωπικό δεν είχε οδηγήσει την Ελλάδα σε χρεοκοπία και τις κρατικές εταιρίες σε τόσο ακραία απαξίωση ώστε το να πουληθούν όσο όσο και οπουδήποτε, για να μην διοικούνται από Έλληνες, να θεωρείται μεταρρύθμιση! Κάπως έτσι έγιναν τελικά οι ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα.
Υπενθυμίζεται ότι το 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ είχε αποδεχθεί την απαίτηση των δανειστών για τον αποκλεισμό, στην ουσία, Ελλήνων στελεχών από τα ΔΣ των τραπεζών.
Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και αργότερα η υιοθέτηση των κριτηρίων του Μάαστριχτ για την ένταξη στο ευρώ περιείχε συγκεκριμένες υποχρεώσεις στην κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, της μείωσης του κρατικού ελέγχου, της απελευθέρωσης και του ανοίγματος των αγορών στον ανταγωνισμό.
Τίποτα από αυτά δεν έγινε βάσει σχεδίου, παρά το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή επιλογή αποτέλεσε στρατηγική επιλογή της χώρας, που υιοθετήθηκε από τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων. Το πολιτικό προσωπικό και οι ηγεσίες δεν έκαναν το παραμικρό για να προετοιμάσουν τη χώρα για τη μεγάλη αυτή πρόκληση. Το αντίθετο. Σημειώνεται ότι η υιοθέτηση της συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, για την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη και την υιοθέτηση του ευρώ ως εθνικού νομίσματος, υπερψηφίστηκε από το ΠΑΣΟΚ, τη Νέα Δημοκρατία και τον Συνασπισμό.
Η χώρα όμως κινήθηκε σταθερά εκτός ρεύματος και χωρίς σχέδιο και όραμα. Τη δεκαετία του 1970, μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προχώρησε σε εκτεταμένες κρατικοποιήσεις και κατηγορήθηκε για «σοσιαλμανία». Τη δεκαετία του '80, ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε μια νέα διάσταση στη “σοσιαλμανία”, καθώς στον ήδη εκτεταμένο, ευρύτερο δημόσιο τομέα πρόσθεσε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, οι οποίες κρατικοποιήθηκαν για να διασωθούν, οι διαβόητες προβληματικές, που εξακολουθούν να προκαλούν μέχρι σήμερα «πονοκεφάλους» στις κυβερνήσεις -μόλις τώρα, για παράδειγμα, ολοκληρώνεται η ιδιωτικοποίηση της ΛΑΡΚΟ του Μποδοσάκη
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιδόθηκε –ειδικά την περίοδο 1981-1985- σε μια ύστατη προσπάθεια «οικονομικής αντίστασης», πετυχαίνοντας μια σειρά εξαιρέσεων (συμπεριλαμβανομένων των εξαγωγικών επιδοτήσεων) που καθυστέρησαν την εφαρμογή των μέτρων άρσης του προστατευτισμού. Όμως ο κερδισμένος χρόνος σπαταλήθηκε άσκοπα και καμία ουσιαστική προετοιμασία δεν έγινε για τον τόσο απαραίτητο οικονομικό και θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας.
Οι ΔΕΚΟ της δεκαετίας του '80 έγιναν κατ' εξοχήν μηχανισμοί εξυπηρέτησης της πελατειακής πολιτικής του κυβερνώντος κόμματος, απορροφώντας τεράστιο αριθμό εργαζομένων - ψηφοφόρων, οι συνδικαλιστές συνδιοικούσαν, ενώ οι πολιτικά ευνοούμενες επιχειρήσεις αναλάμβαναν με αδιαφανείς όρους δουλειές των ΔΕΚΟ και ορισμένες εξ αυτών έφτασαν να αναδειχτούν ως «εθνικοί προμηθευτές».
Η προσπάθεια ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, με ιδιωτικοποιήσεις και απελευθέρωση αγορών, που επιχείρησε αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανακόπηκε μετά τις σφοδρές αντιδράσεις των συνδικάτων του Δημοσίου, οικονομικών συμφερόντων KAI των κομμάτων της αντιπολίτευσης
Στη συνέχεια της δεκαετία του 2000 ο Κώστας Σημίτης, για να αποφύγει τις συγκρούσεις, επέλεξε την ανώδυνη λύση των μετοχοποιήσεων, με την εισαγωγή μετοχών ΔΕΚΟ στο Χρηματιστήριο χωρίς όμως να αλλάζουν πολλά στη λειτουργία και διοίκηση των επιχειρήσεων αυτών.
Η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή επιχείρησε, υπό την πίεση και των σαρωτικών διεθνών εξελίξεων, σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις, όπως της Ολυμπιακής, του ΟΛΠ και του ΟΤΕ ωστόσο δεν εφάρμοσε ένα πραγματικά φιλόδοξο πρόγραμμα που θα αντιμετώπιζε οριστικά τη διογκωμένη παρουσία του κράτους στην οικονομία. Η επανίδρυση του κράτους έμεινε στα λόγια. Βασικό εμπόδιο, όλα αυτά τα χρόνια, για την πραγματοποίηση ιδιωτικοποιήσεων ήταν η σφοδρή αντίδραση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, συνδικαλιστικών και κοινωνικών φορέων όλοι σε άμεση σύνδεση με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Με λίγα λόγια τίποτα δεν έγινε βάσει ενός οράματος, ενός στρατηγικού σχεδίου με στόχο την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, την προσέλκυση υψηλού επιπέδου επενδυτών προκειμένου μέσω επενδύσεων να αναβαθμίσουν τις υποδομές και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και της χώρας. Το πολιτικό προσωπικό αφοσιώθηκε στη διατήρηση ενός κρατικοδίαιτου, αναποτελεσματικού και διεφθαρμένου συστήματος αγνοώντας την προειδοποίηση του Κώστα Σημίτη (ο οποίος επίσης απέφυγε τη σύγκρουση με το βαθύ κράτος): «Οι εξελίξεις είναι μη αναστρέψιμες.
Η νοσταλγία μιας εποχής που μας είχε κάπως βολέψει όλους είναι μάταια. Δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψουμε στη, μέσα σε εθνικά πλαίσια, ρυθμιζόμενη οικονομία». Οι πολιτικές ηγεσίες επιχείρησαν κάτι το ακατόρθωτο: την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στο ανταγωνιστικό παγκόσμιο περιβάλλον και ταυτόχρονα τη διατήρηση ενός ανορθολογικού οικονομικού μοντέλου – των συντεχνιών, του προστατευτισμού, των κρατικών επιδοτήσεων, της διανομής κρατικών προμηθειών, της επιδοτούμενης επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης πελατειακών δικτύων. Επρόκειτο για στόχους ασύμβατους μεταξύ τους, χωρίς καμία πιθανότητα επιτυχίας. Η χρεοκοπία της χώρας ήταν θέμα χρόνου.
*****************************
Οταν απεργούν οι δημοσιογράφοι
Το ερώτημα ως προς την σκοπιμότητα της απεργιακής κινητοποίησης των δημοσιογράφων παραμένει μετέωρο. Και γίνεται επιτακτικό εάν θυμηθεί κανείς πως οι πολίτες έμειναν στο σκοτάδι όταν σε μια άλλη απεργιακή κινητοποίηση τρεις νέοι άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους παραδομένοι στις φλόγες της Marfin. Το «Βήμα» συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που κήρυξε η συνδικαλιστική ένωση των δημοσιογράφων από τις 5 η ώρα το πρωί της Τετάρτης. Αυτονοήτως, όπως και ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας, συντάσσεται με το αίτημα να χυθεί άπλετο φως στην τραγωδία των Τεμπών. Συγχρόνως, όμως, δικαιούται να αναρωτηθεί κανείς εάν το αίτημα αυτό ικανοποιείται όταν κατεβαίνουν οι διακόπτες της ενημέρωσης.
Μια απάντηση, η οποία κυκλοφορεί υπό τη μορφή επίκρισης, είναι πως τα μέσα ενημέρωσης ανήκουν σε ένα «σύστημα» συσκότισης της αλήθειας. Η απάντηση πάσχει από πολλές απόψεις. Κυρίως, όμως, είναι ακατανόητη. Ο,τι γνωρίζουμε έως σήμερα για την τραγωδία των Τεμπών προέρχεται από τη δημοσιογραφική έρευνα. Δεν προέρχεται ούτε από τη Δικαιοσύνη, της οποίας οι χρόνοι ορίζονται από τις αρχές του κράτους Δικαίου και όχι των λαϊκών ή των έκτακτων δικαστηρίων που συνήθως δικάζουν και καταδικάζουν μέσα σε μία ημέρα, ούτε βεβαίως από τα οργισμένα πληκτρολόγια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Τα μέσα ενημέρωσης έφεραν στο φως προβλήματα, ελλείψεις και παθογένειες των σιδηροδρόμων στη χώρα μας. Κινήθηκαν πολύ πέρα από το «ανθρώπινο λάθος», αναδεικνύοντας ευθύνες τόσο σε διοικητικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Χάρις στα μέσα – και κυρίως χάρις σε εκείνα που διακρίνονται περισσότερο στο ρεπορτάζ και λιγότερο στον κομματικό πατριωτισμό – οι πολίτες έχουν στη διάθεσή τους μια μοναδική σε έκταση και βάθος πληροφόρηση. Το ερώτημα ως προς την σκοπιμότητα της απεργιακής κινητοποίησης των δημοσιογράφων παραμένει επομένως μετέωρο.
Και γίνεται επιτακτικό εάν θυμηθεί κανείς πως οι πολίτες έμειναν στο σκοτάδι όταν σε μια άλλη απεργιακή κινητοποίηση τρεις νέοι άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους παραδομένοι στις φλόγες της Marfin. Κατά τα λοιπά, το «Βήμα» επιμένει να θεωρεί πως λειτουργεί σε συνθήκες δημοκρατίας.
Κάτι που σημαίνει πως εκτός από πληροφορίες, διακινεί σχόλια και απόψεις δημοσιογράφων και συνεργατών. Σε άλλους μπορεί να αρέσουν και σε άλλους όχι. Αυτό ακριβώς όμως είναι η δημοκρατία. Δεν αρέσεις σε όλους. Αλλά δεν απειλείσαι από κανέναν.
********
Όταν αποκάλυψα για πρώτη φορά στην εκπομπή του κ. Γιώργου Αυτιά, την Κυριακή μετά το φοβερό δυστύχημα, ότι στον Σταθμό στη Λάρισα όλα τα μηχανήματα και η κονσόλα δούλευαν κανονικά, έπεσαν, ως συνήθως, άπαντες να με φάνε. Την επόμενη στην εκπομπή του κ. Παπαδάκη μάλιστα είχα και μία μεγάλη δημόσια διαφωνία για αυτό ακριβώς το θέμα, με την @M_anasta. Χθες στην Βουλή ο κ. Γεραπετρίτης κατέθεσε όλα τα έγγραφα με 14 υπηρεσιακές υπογραφές, ότι όλα λειτουργούσαν κανονικά και ότι ο Σταθμάρχης εκείνη την νύχτα είχε τα όργανα που του έλεγαν ότι είχε βάλει το τρένο στην ανάποδη πλευρά και είχε την δυνατότητα για πάνω από 12 λεπτά να ακινητοποιήσει τα τρένα. Δυστυχώς είτε δεν κατάλαβε τί του έλεγε η κονσόλα είτε δεν ήταν καν εκεί. Αυτά θα τα ξεδιαλύνει η Δικαστική έρευνα. Η ουσία παραμένει όμως τα μηχανήματα ήταν εκεί και λειτουργούσαν, οι άνθρωποι δεν τα αξιοποίησαν.
*********