ΤΑ ΠΑΛΤΟ ΤΗΣ
ΑΝΝΟΥΛΑΣ
από τον
Πρόσφυγα
Η Αννούλα , στους
σεισμούς του 1999 της Αθήνας, με είχε
φωνάξει στο σπίτι. Πήγα.
- Άνοιξε γιόκα
μου την ντουλάπα, και πάρε αυτές τις
ζακέτες, όχι τα παλτό, τα άλλα, να τα πας
στην Παναγίτσα, να τα δώσεις για να τα
στείλουν στους σεισμοπαθείς.
-Εντάξει
ρε μάνα, άστα τώρα, έχω δουλειά, θα τα
πάω το βράδυ.
-Όχι, τώρα θα τα πας, να
τα πάρουν οι άνθρωποι το βράδυ που θα
κάνει κρύο.
- Να πάρω και τα παλτό;
-Σου
είπα όχι τα παλτό, αυτά τα έχω από παλιά,
δεν τα δίνω. Βλέπεις εκείνο το μαύρο;
Μου το έραψε η αδελφή μου, μόλις έμαθε
μοδίστρα, δεν το δίνω, μου θυμίζει το
χωριό μας στην Πόλη.
Ανταλλάξιμη η
Αννούλα, γεννήθηκε εδώ, από γονείς που
είχαν έρθει από την Πόλη το 1924 με τρία
παιδιά, η Αννιώ, όπως την φώναζε ο πατέρας
της, ήταν το τέταρτο, γεννημένη μέσα σε
μία αποθήκη που τους είχαν εγκαταστήσει
πρόχειρα, και αυτή η προχειρότητα τράβηξε
επτά χρόνια, έξι χρονών μπήκε η Αννούλα
στο προσφυγικό σπίτι που τους έδωσαν
το 1935, όμως κι αυτό δεν το χάρηκε, πόλεμος,
εμφύλιος, και ύστερα γάμος, και να την
στην Αθήνα να μένει μαζί με τα πεθερικά.
Πέρασε πολλά στη ζωή της η Αννούλα,
όμως ποτέ δεν έχασε το χαμόγελο της, και
τη διάθεση της, ακόμα και της εποχή που
δεν είχανε να φάνε, και αναγκάστηκε να
πάει στη δουλειά παρά την αντίρρηση του
άντρα της, που δεν ανεχόταν να μην μπορεί
να θρέψει τη γυναίκα του, παλιές εποχές
τότε, έλεγε η ίδια, τότε ξέραμε ποιος
κάνει το ένα και ποιος το άλλο, τώρα τα
καινούργια ζευγάρια, παναγία σώσε,
ευτυχώς οι γιοι μου, βρήκαν καλές κοπέλες,
κι εγώ καλές νύφες έλεγε, βάζοντας τα
γέλια στο τέλος.
Το μαύρο παλτό που
της έραψε η αδελφή της, που είχε έρθει
μωρό από την Πόλη το 1924, το φορούσε πάντα
στην εκκλησία την Ανάσταση, μ αυτό το
παλτό, ευχόταν καλή Ανάσταση, και Χριστός
Ανέστη.
Όταν έφυγε ο άντρας της δεν το
ξαναφόρεσε, φόραγε, το άλλο το καμηλό
καφέ παλτό, πιο καινούργιο, όχι με βάση
το έτος κατασκευής του, αλλά με την
κατάσταση στην οποία το διατηρούσε,
πάντα μέσα σε σακούλες, και πάντα μαζί
με λεβάντα για το σκώρο που δεν τολμούσε
να πλησιάσει την ντουλάπα της.
Πέρασαν
τα χρόνια και η Αννιώ, κατάκοιτη πια, με
φώναξε μια μέρα, και μου έδωσε ένα
σταυρουδάκι που είχε επάνω τον Αι Γιώργη,
αυτό το είχε φέρει ο παππούς από το χωριό
μας στην Πόλη, πάρτε το να σας φυλάει
εσένα και τον αδερφό σου. Το πήρα και
το άφησα στο συρτάρι στο κομοδίνο της,
να φυλάει εκείνη, και πράγματι την φύλαξε
μέχρι τα 91 της, όταν πέθανε ήσυχη στο
κρεβάτι της, χωρίς πόνους, χωρίς αρρώστιες,
χωρίς να βασανιστεί.
Πέντε χρόνια
πέρασαν, και το σπίτι της, το αφήσαμε
όπως ήταν όσο ζούσε, με όλα της τα πράγματα
μέσα, χωρίς να πετάξουμε τίποτε, μόνο
κατά καιρούς, όταν υπήρχε ανάγκη, παίρναμε
κάποια ρούχα και τα δίναμε στην ενορία
της. Προχτές, ο φονικός σεισμός στην
Τουρκία, με έφερε στο σπίτι της, να βρω
πράγματα για να δώσω για τους σεισμόπληκτους
Τούρκους.
Βρήκα τις κουβέρτες της,
τυλιγμένες σε νάιλον, λες και περίμεναν
έτοιμες , συσκευασμένες για να πάνε να
ζεστάνουν κάποιους που θα είχαν ανάγκη,
πήρα τέσσερεις, και μετά άνοιξα τη
ντουλάπα της.
Ήταν εκεί μέσα σε σακούλες
διατηρημένα πεντακάθαρα, δύο παλτό, το
καφέ καμηλό και το μαύρο, εκείνο που της
έραψε η αδελφή της που είχε έρθει μικρή
από την Πόλη, από το χωριό της, από την
Τουρκία.
- Σου είπα όχι τα παλτό, αυτά
τα έχω από παλιά, δεν τα δίνω, μου είχε
πει πριν 23 χρόνια, όμως ρε Αννούλα τώρα
είναι η μοίρα, είναι το κισμέτ, είναι το
καντηλάκι που έλεγες, αυτό το παλτό, να
ξαναγυρίσει στον τόπο που γεννήθηκε η
αδελφή σου, να ζεστάνει ανθρώπους, που
μπορεί να ήταν γείτονες σου, αν μένατε
στην Πόλη, είναι γραφτό μάνα το παλτό
σου να γυρίσει και να πεθάνει στο χωριό
σου.
Δεν ξέρω γιατί ,άνοιξα το συρτάρι
του κομοδίνου της, και πήρα το σταυρουδάκι
με τον Αι Γιώργη. Ξέροντας πως τον Αι
Γιώργη τον τιμούν και οι Μουσουλμάνοι,
έβαλα το σταυρουδάκι στην τσέπη του
μαύρου παλτό, να ξαναγυρίσει κι αυτό,
εκεί που φτιάχτηκε, στην Ανατολή.
Συσκεύασα
προσεκτικά το παλτό με το σταυρουδάκι,
έγραψα επάνω στη συσκευασία, αυτό που
έλεγε η Αννούλα όταν το φορούσε, «καλή
Ανάσταση», και τα πήγα στο φορτηγό που
ήταν σταματημένο έξω από την εκκλησία
και φόρτωνε τα δέματα για να πάνε στην
Τουρκία.
Ύστερα μπήκα στην εκκλησία
και κάνοντας το σταυρό μου, είπα, συνχώρεσε
με μάνα που δίνω το σταυρουδάκι σου,
αλλά εκεί στον τόπο που γεννήθηκε η
αδελφή σου, το έχουν πιο πολύ ανάγκη,
εμείς μάνα έχουμε τη δική σου ευχή για
σταυρουδάκι, και αυτό μας φτάνει.
Ο Πρόσφυγας